ανάπαρτος

ανάπαρτος
-η, -ο [αναπαίρνω]
1. αυτός που παρασύρθηκε μακριά και εξαφανίστηκε
2. αυτός που εκστασιάστηκε, που περιήλθε σε έκσταση από θαυμάσιο θέαμα, όνειρο, οπτασία κ.λπ.
3. αυτός που έπαθε διασάλευση τού νου, ο εκτός εαυτού, αλλόφρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”